
«Βουνός του Λοή ή Πάνω Βουνός»: Χαρακτηριστικός τραπεζοειδής λόφος που δεσπόζει του χωριού με υψόμετρο 360 m. Το όνομα «Βουνός του Λοή» το πήρε από το όνομα του παλιού ιδιοκτήτη. Το όνομα «Πάνω Βουνός» το πήρε λόγω θέσης και σε σχέση με τον άλλο λόφο τον «Κάτω Βουνό». Σήμερα οι πλαγιές του είναι δενδροφυτευμένος και αποτελεί κοινοτικό δάσος.
«Αθκιακομούττης»: Πήρε το όνομά του από τα «αθκιάτζια», τις μικρές κοφτερές πέτρες που τοποθετούσαν στο κάτω μέρος της «δουκάνης» που καταθρυμμάτιζε τα σιτηρά κατά τη διαδικασία αλωνίσματος με τα βόδια που βρίσκονταν διπάσπαρτα στην περιοχή.


«Ασπρογή», «Ασπρόγια», «Λευκός», « Κοκκινόγια»: Πήραν το όνομά τους από το χρώμα του εδάφους.
«Κουλιαδόκρεμμος»: Γκρεμός δίπλα στο Φράγμα Ταμασσού με χαρακτηριστική σπηλιά. Η σπηλιά δημιουργήθηκε από τη διάβρωση του εδάφους από το νερό της βροχής (Τα νερά «κουλιάζουν» μέσα από τη σπηλιά)


«Βυζακιά»: Από τις χαρακτηριστικές πέτρες που είναι ιδιαίτερα σκληρές και λέγονται «βύζακοι» ή «βυζακόπετρες».
«Βουνί της ρκάς»: Μικρός Λόφος στην περιοχή Αλυκός με πολύ χαρακτηριστικό σχήμα. Λέγεται, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πως ήταν σωρός σιταριού (συνάδει με την ευφορία της περιοχής) που άνηκε σε τσιγκούνα γριά (ρκά). Όταν ο Κύριος Ημών Ιησού Χριστός περνούσε από την περιοχή και της ζήτησε λίγο σιτάρι εκείνη αρνήθηκε. Γι’ αυτό ο Κύριος την καταράστηκε μεταμορφώνοντας το σιτάρι σε χώμα. Στην κορυφή του λόφου διακρίνεται το κόσκινο της γριάς αναποδογυρισμένο.
